- σταφιδικός
- η , ό[ν] изюмный;
σταφιδικό ζήτημα — проблемы производства изюма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταφιδικό ζήτημα — проблемы производства изюма
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταφιδικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σταφίδα (α. «σταφιδικό ζήτημα» β. «Αυτόνομος Σταφιδικός Οργανισμός»). [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφίδα. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στην εφημερίδα Εφημερίς τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] … Dictionary of Greek
σταφιδικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη σταφίδα: Δε λύθηκε το σταφιδικό πρόβλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)